- γητεύω
- 1. γοητεύω, μαγεύω2. θεραπεύω με γητειές.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως γητεύω < *γογητευω (με αποβολή τής πρώτης συλλαβής γο- που παρετυμολογικά εκλήφθηκε ως η προσωπική αντωνυμία [ε]γώ) < γοητεύω, με ανάπτυξη τού ημιφωνικού στοιχείου -γ- (j) μεταξύ τών φωνηέντων -ο- και -η-. Κατ' άλλους, γητεύω < γοητεύω με μτγν. ταυτισμό τής προφοράς τού -ο- προς εκείνη τής διφθόγγου -οϊ- > i. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι ο ενστ. γητεύω σχηματίστηκε από τα εγήτευσα, εγήτευσε, εγήτευσαν, συγκεκομμένους αοριστικούς τύπους τών εγοήτευσα, εγοήτευσε, εγοήτευσαν(< γοητεύω) με έκκρουση και αποβολή τού -ο- από τον ασθενέστερο φθόγγο -η- [i]. Απίθανη τέλος θεωρείται η ετυμολογία σύμφωνα με την οποία γυτεύω < *γυφτεύω, με ανομοιωτική αποβολή του -φ < γύφτος].
Dictionary of Greek. 2013.